βήξιμο — το η ενέργεια του βήχω … Dictionary of Greek
ανάχρεμψις — ἀνάχρεμψις, η (Α) απόχρεμψη, βήξιμο με φλέματα … Dictionary of Greek
βηξιά — η το βήξιμο … Dictionary of Greek
ξερόβηχας — ο 1. βήχας ξηρός, χωρίς αποχρέμψεις 2. προσποιητό βήξιμο κάποιου για να τραβήξει την προσοχή άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + βήχας] … Dictionary of Greek
χρέμπτομαι — Α (αποθ.) 1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο 2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ.… … Dictionary of Greek
παθολογικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στην παθολογία, που έχει σχέση με πάθηση: Αυτό το βήξιμο είναι παθολογικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)